- μυθολογία
- Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού.
Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι οποίες συναντιούνται και στα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου, δεν ικανοποιούσαν πια τις ορθολογικές και ηθικές απαιτήσεις τους. Το κύρος όμως των επών αυτών τους έκανε να αναζητούν μια εξήγηση των φαινομενικά παράλογων μύθων: σκέφτηκαν (ήδη από τον Θεαγένη το Ρηγιέα, τον 6o αι. π.Χ.) ότι οι μύθοι είχαν μια αλληγορική σημασία, και ότι κάτω από τα ονόματα των θεών κρύβονταν δυνάμεις της φύσης ή ηθικές αρετές. Με τον Ευήμερο (4ος-3ος αι. π.Χ.) γεννήθηκε μια καινούργια κατεύθυνση: οι θεοί δεν ήταν παρά σπουδαίοι άνθρωποι που έζησαν σε μια μακρινή εποχή και στους οποίους οι μεταγενέστεροι απέδωσαν θεϊκό χαρακτήρα και υπεράνθρωπα κατορθώματα. Ενώ στον λαό η μ. συνέχιζε να ζει σύμφωνα με τις αρχικές της μορφές, η λόγια παράδοση εξακολούθησε για αιώνες την αλληγορική και ευημεριστική αντιμετώπισή της. Η αντι-ειδωλολατρική πολεμική των πατέρων αποδέχτηκε πρόθυμα τον ευημερισμό, για να αποδείξει ότι οι αρχαίοι θεοί δεν ήταν θεοί: συχνά όμως ο χριστιανισμός θεώρησε τους αρχαίους θεούς δαίμονες και τις πράξεις τους, που αναφέρει η μ., διαβολικά έργα. Κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση εξακολούθησαν να κυριαρχούν οι ίδιες τάσεις στην ερμηνεία των μύθων. Ο πρώτος που διείδε ότι η μ. είναι μια φανταστική αναπαράσταση της πραγματικότητας, αυθόρμητη έκφραση των εμπειριών της πρωτόγονης ανθρωπότητας, ήταν ο Τζαμπατίστα Βίκο. Ακόμα όμως, κατά τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου, οι αντιλήψεις των μελετητών για τη μ. διάφεραν πολύ μεταξύ τους: ο Κρόιτσερ θεωρούσε τη μ. σοφό κατασκεύασμα ιερέων, οι οποίοι απέβλεπαν να παρουσιάσουν τις αλήθειες που μόνο αυτοί γνώριζαν, με μορφές προσιτές στην αντίληψη του λαού (συμβολισμός).
Η επιστημονική μελέτη της μ. μπήκε σε νέα φάση με την επέκταση της ιστορικής έρευνας πέρα από την κλασική παράδοση. Από τα τέλη του 18ου αι., ταξιδιώτες και επιστήμονες (όπως ο Ζ. - Φ. Λαφιτό, ο Σ. ντε Μπρος) επισήμαναν ομοιότητες μεταξύ των κλασικών μύθων και των αφηγήσεων διάφορων πρωτόγονων λαών (π.χ. των Ινδιάνων της Αμερικής). Η λεγόμενη όμως σχολή της συγκριτικής μ., που ίδρυσε ο Μαξ Μίλερ στο δεύτερο μισό του 19ου αι., περιόρισε τις έρευνές της στους μύθους των λαών που μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και, βασιζόμενη στη γλωσσολογική και μυθολογική σύγκριση, θέλησε να φτάσει σε γενικά συμπεράσματα: κάτω από κάθε μύθο κρύβεται ένα φυσικό φαινόμενο (ηλιακό, μετεωρολογικό κλπ.), εφόσον ο μύθος δημιουργήθηκε απλά και μόνο από μια αλλοίωση της σημασίας ορισμένων λέξεων, η οποία οφείλεται στην προσωποποιητική τάση (ασθένεια της γλώσσας)· εκείνο που αρχικά ήταν ένα επίθετο (π.χ. «φωτεινός», στη ρίζα των ονομάτων Ζεύς, Juppiter, Dyauspitar) έγινε κύριο όνομα. Η λεγόμενη ανθρωπολογική σχολή του Τέιλορ και των οπαδών του επέκτεινε τη σύγκριση και στους πρωτόγονους λαούς. Στα πλαίσια της θεωρίας της εξέλιξης, η οποία κυριαρχούσε τότε σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους, η σχολή αυτή υποστήριζε ότι ο μύθος αντιστοιχούσε σε μια εξελικτική φάση του ανθρώπινου πνεύματος, η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει τον κόσμο και τα φαινόμενά του· και επειδή, κατά τη θεωρία της εξέλιξης, η εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας είναι μία και μοναδική, η ανθρωπολογική σχολή εξηγούσε εύκολα τους παραλληλισμούς μεταξύ των μύθων των πιο διαφορετικών και απομακρυσμένων λαών. Εναντίον αυτής της θεωρίας διατυπώθηκε αργότερα μια άλλη θεωρία, η οποία προσπαθεί να εξηγήσει ιστορικά τους παραλληλισμούς στις διάφορες μ., και υποστηρίζει ότι όλα τα μυθολογικά μοτίβα δεν ανευρίσκονται σ’ όλους τους πολιτισμούς.
Οι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι η μ. δεν είναι ούτε μια υποτυπώδης μορφή επιστήμης, ούτε μια αλλοίωση θελημένη (αλληγορισμός, συμβολισμός) ή αθέλητη (ασθένεια της γλώσσας) της αλήθειας, παρατηρήσεις και εμπειρίες εξω-μυθολογικές, αλλά ότι είναι ένα sui generis προϊόν του θρησκευτικού πνεύματος. Οι μύθοι, πράγματι, δεν ασχολούνται με οποιαδήποτε υπόθεση, αλλά μόνο με υποθέσεις που έχουν θεμελιώδη σημασία για την ύπαρξη της κοινότητας: αφηγούμενη τις αρχές του κόσμου, του λαού, των θεσμών του, η μ. δεν επιχειρεί να προσφέρει μια αιτιολογική εξήγηση, αλλά επικυρώνει τους θεσμούς, προβάλλοντάς τους σε μια εποχή η οποία - αφού είναι εποχή των μυθικών όντων (θεών, ηρώων, προγόνων) - προσφέρει τη θρησκευτική τους δικαίωση και την εγγύηση ότι δεν θα μεταβληθούν. Γι’ αυτό ο μύθος βρίσκεται σε λειτουργική σχέση προς τις μορφές της ζωής της κοινότητας, τις οποίες δικαιώνει και συγχρόνως προμηθεύει συνεχώς τα πρότυπα της ανθρώπινης δράσης, η οποία ακολουθεί τους τρόπους συμπεριφοράς που καθιερώθηκαν, στην εποχή των αρχών, από μυθικά όντα.
Ρωμαϊκό ψηφιδωτό του 4oυ αι. μ.Χ., εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία? ο Ορφέας παίζει κιθάρα και γοητεύει με τη μουσική αρμονία ακόμα και τα άγρια ζώα.
Έργο του Ιταλού ζωγράφου Ανίμπαλε Καράτσι, εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία, το οποίο παρουσιάζει τον Απόλλωνα και τον Μαρσύα (Μέγαρο Φαρνέζε, Ρώμη).
* * *η (ΑΜ μυθολογία) [μυθολόγος]νεοελλ.1. το σύνολο τών μύθων και τών παραδόσεων ενός λαού («η αρχαία ελληνική μυθολογία»)2. βιβλίο το οποίο περιέχει τις παραδόσεις ενός λαού3. η επιστημονική ασχολία με τους μύθους και τις παραδόσεις ενός λαούμσν.1. το να λέει κανείς ψέματα2. (κατ' επέκτ.) το ψέμααρχ.1. διήγηση μύθων, μυθικών παραδόσεων2. μύθος, ιστορία3. θρύλος, παράδοση4. διάλογος, συνομιλία που γίνεται με σκοπό την τέρψη αυτών που συζητούν, κουβεντούλα.
Dictionary of Greek. 2013.